- σημύδα
- (βετούλη η λευκή). Δέντρο μέτριων διαστάσεων της οικογένειας των Βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Είδος ψυχρόβιο διαδομένο στην Ευρώπη και στην Ασία, ιδιαίτερα στις βόρειες και ορεινές ζώνες, όπου σχηματίζει δάση μαζί με την οξυά, το πεύκο και άλλα ξυλώδη είδη. Χαρακτηριστικός είναι ο λευκός φλοιός της που είναι λείος, μεμβρανώδης και που σχίζεται στους ηλικιωμένους κορμούς· η κόμη, ωοειδής - επιμήκης, σχηματίζεται από λεπτούς, καταπίπτοντες κλαδίσκους· τα φύλλα έχουν έντονο πράσινο χρώμα και είναι ωοειδή - τριγωνικά, μακρόμισχα, γι’ αυτό και κινούνται εύκολα στην ελάχιστη πνοή του ανέμου· τα άνθη είναι πολύ μικρά και σχηματίζουν ιούλους. Το ξύλο της σ. είναι λευκωπό, συμπαγές, σκληρό, λεπτόκοκκο· χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και τορνευτική. Στην Ελλάδα η σ. συναντιέται αυτοφυής στα βουνά της Μακεδονίας και σε υψόμετρο 1.600-2.000.
Η σημύδα (βετούλη η λευκή), με το χαρακτηριστικό λευκό φλοιό, ψυχρόβιο δέντρο της Ευρώπης και της Ασίας, στην Ελλάδα βρίσκεται αυτοφυής σε βουνά της Μακεδονίας σε υψόμετρο 1.600-2.000.
* * *η, ΝΜΑκοινή, σήμερα, ονομασία 50 περίπου ειδών δένδρων και θάμνων τού γένους μπέτουλα, που ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες τής τάξης βετουλώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. οἰκό-θετος].
Dictionary of Greek. 2013.